If i wear my underpants on the outside will i fly?

A study about the limits of human boredom and unwillingness to do anything remotely interesting, or how i stopped worrying and fell in love with the couch.

One of those nights

Αναβεις τσιγαρο. Καθεσαι στον καναπε. Ρουφας την πρωτη τζουρα καθως ακους καποιο μελαγχολικο τραγουδι. Η μπυρα ειναι ξεθυμασμενη και οχι οσο κρυα θα επρεπε. Το τσιγαρο σου ξεραινει το λαιμο. Κοιτας το τασακι και βλεπεις το γιατι. Δυσκολο βραδυ. Μια απελπισια κρεμεται παντα πανω σ αυτα τα Σαββατοβραδα.

Αυτα που δεν υπαρχει κανεις να βγει μαζι σου, ή κανεις που εσυ να θελεις να βγεις μαζι του. Αυτα που δεν θες να διασκεδασεις. Θα καπνισεις, θα ακουσεις λυπημενους ροκ σταρ να τραγουδανε για σενα, θα πιεις λιγο και ισως δεις και καμια ταινια. Υπαρχει κατι το σχεδον τελετουργικο σ αυτα τα βραδυα.

Η λιστα των τραγουδιων τελειωσε. Τα αγρια αλογα των stones ξαναμπηκαν στο μαντρι τους και τα χλωμα γαλαζια ματια των Velvet Underground εκλεισαν. Ετοιμαζεις κατι γρηγορο απλο και αγευστο να φας. Δεν γινεται να χαλασεις την αυθεντικη μελαγχολια της βραδυας μ εναν ωραιο μεζε. Επιστρεφεις στον καναπε. Στην γωνια του μικρου σκοτεινου σπιτιου σου. Ακομα κι αυτο σε παραταει σε λιγες μερες.

Βαζεις μια ταινια. Και μετα αλλη μια. Κοιτας τις εξειδανικευμενες ζωες της οθονης και χαμογελας. Βλεπεις την καθαρτικη τελειοτητα στο τελος.Αυτη τη γνωστη. Που ολοι παιρνουν οτι θελουν. Ολοι οποιες θελουν και ολοι γελανε χαρουμενοι. Εσυ ομως μονο χαμογελας. Πικρα. Ειρωνικα.

Τελειωνεις κι αυτη τη μπυρα. Ο καναπες μοιαζει να δεκαπλασιαζει την βαρυτητα και να σε κραταει στην γωνια του μικρου δωματιου. Η οθονη εσβησε και το μονο φως πια ειναι ενα κοκκινο λαβα λαμπ πισω απο τη βιβλιοθηκη. Σηκωνεσε. Αργα. Δυσκολα. Σερνεις τα βηματα σου μεχρι το κρεβατι.

Ξαπλωνεις και προσπαθει να καταλαβεις γιατι μελαγχολουσες τις τελευταιες, πολλες, ωρες. Δεν ξερεις καν. Κι ομως αυτο το αισθημα στη κοιλια σου κι αυτο το βαρος στους ομως σου δεν λενε να φυγουν. Κλεινεις τα ματια και ελπιζεις αυριο να μην εχει λιακαδα. Θα σου χαλασει το κατσουφιασμα.

One of these mornings

Είναι κάτι μέρες που ξυπνάς με πονοκέφαλο. Όχι ημικρανία, ούτε εκείνο το άλλο που μόλις κάνεις να κουνήσεις το κεφάλι σου σε χτυπάει κεραυνός εκεί πισω από το μάτι. Αυτό τον πονοκέφαλο που ρουφάει κάθε θέληση για ζωή από μέσα σου. Αυτός που σου θολώνει την όραση, σου σπάει τη διάθεση , αυξάνει την ευαισθησία σου στους ήχους και ορκίζομαι οτι με κάποιο μαγικό τρόπο αυξάνει την επίδραση της βαύτητας.

Κάτι τέτοιες μέρες σε ενοχλεί ο ήλιος αλλα σου τη δίνει και η μουντάδα. Κρυώνεις μέσα στο σπίτι και μόλις βγαίνεις έξω νιώθεις ότι σε ρίξανε σε σούπερ νόβα. Τα αυτία σου βουίζουν, τα μάτια σου καίνε, ο λαιμός σου θυμίζει παρατημένο χωράφι στη Νεβάδα, ακόυς σχεδον το δέρμα σου να γερνάει και το μόνο που θέλεις είναι να γυρίσεις στο κρεβάτι σου να κουλουριαστείς και να περιμένεις. Τον θάνατο ή τον ύπνο. Ότι από τα δύο έρθει πρώτο.

Κάπου εκεί, έρχεται ένα τραγούδι. Τόσο απλό και εύκολο στο άκουσμα. Τόσο απενοχοποιημένα χαρούμενο που σε κάνει να αρχίζεις να σκέφτεσαι πόσες πιθανότητες έχεις να εκραγεί το κεφάλι σου σε μια κόκκινη καρτουνίστικη μπάλα αν σηκώσεις λίγο το ποτενσιόμετρο. Τελικά το κάνεις αργά , σταθερά και αποφασιστικά, σαν να αφοπλίζεις την ποιο απλή βόμβα του κόσμου, βαλμενη απο τον ποιό ηλίθια στερεοτυπικό super villain στην πρωσοπική σου Χολυγουντιανή αποτυχια.

Μ΄ αυτά και μ αυτά μαζέυεις τη δύναμη που έχεις και βρίζοντας τη τύχη σου που δεν σ έκανε καλλιτέχνη ή ποδοσφαιριστή ή κάτι τέτοιο ώστε να μη χρειάζεται να διαβάσεις ποτέ. Διαβάζεις και χάνεις την ροή του χρόνου και αυτό το βάρος στο κεφάλι επιστρέφει. Αλλά επιμένεις και διαβάζεις.

Κάπου εκεί έρχεται ένας φίλος που έχεις να δεις καιρό. Αράζετε μαζί, συζητάτε, το ρίχνεται στη νοσταλγία και συνεχίζετε το διάβασμα. Το πέπλο μπροστά απο τα μάτια δεν έχει φύγει αλλα φαίνεται να μικραίνει. Το βαρος γίνεται μικρότερο λες και το μοιράζεστε. Πάτε και γράφεται και η μικρή επιτυχία του γεγονότος ότι για πρώτη φορά έγραψες βγάζει και τα τελευταία πέπλα και σηκώνει το υπόλοιπο βάρος με την ευκολία του Πύρου Δήμα που σήκωνε τετρακόσια εξηντα δύο κιλα και οχτακώσια γραμμάρια και χαμογέλαγε για τις κάμερες.

Βγαίνετε έξω, μιλάτε, γελάτε, φωνάζετε, τραγουδάτε μεθυσμένοι στο δρόμο. Είστε χαρούμενοι, ανέμελοι, βασιλιάδες ο καθένας του μικρού δικού του κοματιού παραδείσου. Και ας μη τα πας κάλα με τα καθεστώτα , έχει πλάκα να είσαι βασιλιάς. Έστω και στο κεφάλι σου. Γυρνάς σπίτι και κοιμάσαι.

Ξυπνάς με πονοκέφαλο. Φτιάχνεις καφέ ,καπνίζεις απο τα κομένα και ξαναρχίζεις διάβασμα.



So ,anyway, i wrote this book 'cause all of us is gonna die.

Έτσι κάπως ξεκίνησε ο Jack Kerouac την ανάγνωση της τελευταίας σελίδας του On the road. Έτσι ξεκινάω κι εγώ να γράφω το blog μου μιας και πάντα ήθελα να πάρω κάτι πολύ ποιο στα σοβαρά απ' ό,τι αυτό θα δικαιολογούσε. Δεν ειναι και ψέματα,- το μισό τουλάχιστον.

Anyway i wrote this blog 'cause i 'm bored για να πω την αλήθεια μου και να νιώσω και λιγο Κέρουακ μαζί. Βαριέμαι λοιπόν. Βαριέμαι πόλυ. Βαριέμαι οσο δεν έχει βαρεθεί άνθρωπος που έχει πατήσει το πόδι του σ' αυτό τον πλανήτη. Υποψιάζομαι ,δε, ότι βαριέμαι ποιο πολύ από εκείνους τους μισοκοιμησμένους σκύλους που τα νυσταγμένα μάτια τους φωτίζονται μόνο απο την ,μυστήρια γι αυτούς, λαμψη της τηλεώρασης που βλέπει το παχύσαρκο αφεντικό τους με τους λεκέδες από μουστάρδα και γαριδάκια στο άσπρο αμάνικο μπλουζάκι του.

"Γιατί?" θα ρωτήσει κάποιος από εσάς τους εκκατομύρια αναγώστες μου. "Γιατί ρε παλικάρι δε κάνεις κάτι να ξεβαρεθείς?" θα πει και θα κουνήσει αυτάρεσκα το κεφάλι του ευχαριστημένος με τον εαυτό του που με κόλησε στον τοίχο. Η απάντηση είναι πού ποιο απλή απ ότι φαντάζει. Λόγο της αυτοαναφοράς. Βαριέμαι γιατί δεν κάνω κάτι και δεν κάνω κάτι γιατι βαριέμαι. Πως λέμε αυτό που λέω ειναι σωστό γιατι το λέω εγώ? Κάπως ετσι. Δηλαδή εκέι που σκέφτεσαι το κάτι διαφορετικό που θα γέμιζε μερικές απο τις άδειες ώρες που δημιούργησες για τον εαυτό σου, βλέπεις στην τηλεώραση κάποιον να το κάνει. Αυτό ή κάτι παρόμοιο. Βλέπεις λοιπόν πόσο αληθινά εξουθενωτικό είναι οτιδήποτε. Μαζεύεις όλο σου το κουράγιο και πας μέχρι τη κατάψυξη να φέρεις το παγωτό και βρίζεις γιατί μόλις ξανακάθεσαι συνειδητοποιείς οτι δεν έφερες το νερό. Άραγε υπάρχει ποιο βασανιστική σκέψη απο αυτή?

Πάντως δεν είμαι μόνο εγώ. Οι περισσότεροι ζωντανοί άνθρωποι που ξέρω κάπως έτσι είναι. Μάλον είναι χαρακτηριστικό της εποχής. Δεν ξέρω αν φταίει ο καιρός, είναι οι πλανήτες ανάδρομοι, είναι η ζωή σα ζωγραφιά ή κατι τετοιο μυστήριο, αλλα η αλήθεια παραμένει: Ο κόσμος βαριέται. Μιλάμε για πανδημία. Όχι απ΄αυτές της μούμφα τηλεοπτικές πανδημίες που θερίζουν τους δέκτες μας κάθε φθινόπορο. Αληθινή, επικύνδινη και πραγματικά τρομακτική. Μπορει να συμβεί και σε σας απο κει που δεν το περιμένετε. Πρώτα θα αρχίσετε να πηγαινέτε στο ίδιο μαγαζί, μετά θα βαρεθείτε και θα βγαίνετε στο μπαλκόνι μόνο και πριν το καταλάβετε θα βρεθείτε με 40 βαθμούς να ιδρώνετε σαν άλογα κούρσας στο καναπέ μπροστά στη τηλεώραση ή τον υπολογιστή σας και δεν θα έχετε κουράγιο να ανοίξετε τη μπαλκονόπορτα.

Δυστηχώς δεν υπάρχει θεραπεία, δεν έχω βρει κάποιο χάπι που να θεραπεύει - ύπαρχουν κάτι βότανα που τη κάνουν ποιο υπεφερτή βέβαια , αλλά αυτό είναι άσχετο και δεν βοηθάει τη συζήτηση που κάνω με το φανταστικό κοινό μου - τη μάστιγα αυτή. Γι αυτό τι κάνουμε? Τίποτα, φάση είναι θα περάσει κι αν δε περάσει τουλάχιστον θα 'μαστε ξεκούραστοι.


Ps. Όλο αυτό το αχρείαστο παραλήρημα μπορεί να προήλθε από την βαρεμάρας του μεσημεριού της Κυριακής, την αμηχανία του συγγραφέα μπροστά στην λευκή οθόνη ή/και το τραγουδάκι που ανακάλυψα σήμερα από τη μπάντα με το γαμάτο όνομα που αποτέλσε και την έμπνευση για το όνομα του ιστολογίου μου.